διατακτική

διατακτική
alışveriş kuponu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατακτική — η έγγραφο με το οποίο επιτρέπεται στον παραλήπτη να εισπράξει, να παραλάβει ή να αποθηκεύσει κάτι: Ο καταστηματάρχης υπέγραψε διατακτική στον πελάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …   Dictionary of Greek

  • διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”